- φοβιτσιάρης
- -α, -ικο, Νβλ. φοβητσιάρης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διάφοβος — διάφοβος, ον (Μ) συνεσταλμένος, δειλός, φοβιτσιάρης … Dictionary of Greek
ετοιμόφοβος — η, ο ο δειλός, ο φοβιτσιάρης … Dictionary of Greek
κάης — ο 1. άνθρωπος με κακούργα ένστικτα, φθονερός, εγκληματίας, κακούργος 2. δειλός, φοβιτσιάρης 3. αβάπτιστο βρέφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ον. Κάιν] … Dictionary of Greek
κατρούλης — και κατρουλής και κατουρλής, ο, θηλ. κατουρλού και κατρουλού [κατρουλιό] 1. αυτός που πάσχει από ακράτεια ούρων, αυτός που κατουριέται πάνω του 2. αυτός που κατουρά συχνά 3. δειλός, φοβιτσιάρης … Dictionary of Greek
κιοτής — ο δειλός, φοβιτσιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρ. kotu «κακός»] … Dictionary of Greek
κλανιάρης — άρα, άρικο, θηλ. και κλανού [κλανιά] 1. πορδαλάς 2. μτφ. φοβιτσιάρης … Dictionary of Greek
κουράδας — και κουραδάς [κουράδι (Ι)] 1. άνθρωπος δειλός, φοβιτσιάρης, χέστης 2. άνθρωπος ανάξιος λόγου, άχρηστος … Dictionary of Greek
μπουρμάς — ο 1. κρουνός, κάνουλα 2. υβριστικός χαρακτηρισμός από τους Τούρκους στην Κρήτη για τους χριστιανούς εξωμότες, επειδή είχαν στριμμένα μουστάκια παρά την τουρκική συνήθεια 3. δειλός, φοβιτσιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. burma < burmak «στρίβω»] … Dictionary of Greek
πολυπτόητος — ον, ΜΑ ποιητ. τ. πολυπτοίητος, ον, Α 1. αυτός που πτοείται πολύ, πάρα πολύ δειλός, φοβιτσιάρης 2. (για θάλασσα) φουρτουνιασμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πτοοῦμαι] … Dictionary of Greek
πολύφοβος — ον, Α πάρα πολύ φοβισμένος, φοβιτσιάρης, δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φοβος (< φόβος), πρβλ. επί φοβος] … Dictionary of Greek